- μείστος
- μεῑστος, -η, -ον (ΑM)1. ελάχιστος2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῑστοντουλάχιστον.[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός τού μείων (πρβλ. πλείστος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεῖστος — least masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεῖστον — μεῖστος least masc acc sg μεῖστος least neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεῖστα — μεῖστος least neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)